- φυτογή
- ηφυτική γη, χώμα το οποίο προέρχεται από την αποσύνθεση και ζύμωση οργανικών υλών που έχουν φυτική ιδίως προέλευση, φυτόχωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυτογή — η, Ν φυτική γη, φυτόχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + γη. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Νικ. Χλωρό] … Dictionary of Greek
καστανόχωμα — το φυτογή που σχηματίζεται στις ρίζες των καστανιών: Αγόρασε καστανόχωμα για τα λουλούδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτόχωμα — το, ατος η φυτογή (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)